- μακαρίζω
- μακαρίζω, μακάρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μακαρίζω — bless pres subj act 1st sg μακαρίζω bless pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… … Dictionary of Greek
μακαρίζω — μακάρισα, μακαρισμένος, αποκαλώ κάποιον μακάριο, καλοτυχίζω: Σε μακάρισα όταν είδα το καλόγουστο σπίτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακαρίζεσθε — μακαρίζω bless pres imperat mp 2nd pl μακαρίζω bless pres ind mp 2nd pl μακαρίζω bless imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίζετε — μακαρίζω bless pres imperat act 2nd pl μακαρίζω bless pres ind act 2nd pl μακαρίζω bless imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίζῃ — μακαρίζω bless pres subj mp 2nd sg μακαρίζω bless pres ind mp 2nd sg μακαρίζω bless pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίσει — μακαρίζω bless aor subj act 3rd sg (epic) μακαρίζω bless fut ind mid 2nd sg μακαρίζω bless fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίσουσιν — μακαρίζω bless aor subj act 3rd pl (epic) μακαρίζω bless fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μακαρίζω bless fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίσω — μακαρίζω bless aor subj act 1st sg μακαρίζω bless fut ind act 1st sg μακαρίζω bless aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίσῃ — μακαρίζω bless aor subj mid 2nd sg μακαρίζω bless aor subj act 3rd sg μακαρίζω bless fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)